- τρυπάνιον
- τρῡπάν-ιον, τό, Dim. of τρύπανον, Archig. ap.Gal.12.821, Phot.A s.v. τέρετρον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυπάνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπάνιον — τὸ, ΜΑ βλ. τρυπάνι … Dictionary of Greek
τρυπανίῳ — τρυπάνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπάνια — τρυπάνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπάνι — το / τρυπάνιον, ΝΜΑ [τρύπανον] νεοελλ. 1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω… … Dictionary of Greek